ανήκεστος

ανήκεστος
ος , ον непоправимый, неустранимый;

ανήκεστος βλάβη — непоправимый вред (ущерб)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανήκεστος" в других словарях:

  • ἀνήκεστος — incurable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήκεστος — η, ο (Α ἀνήκεστος, ον) [ακέομαι] 1. ανίατος, αθεράπευτος, ανεπανόρθωτος 2. αφόρητος, βαρύς, μεγάλος 3. (για πρόσωπα) σκληρός, καταστρεπτικός, αδυσώπητος …   Dictionary of Greek

  • ανήκεστος — η, ο (στερητ. αν + ακεστός = που μπορεί να γιατρευτεί), αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος: Αποφυλακίστηκε κάποιος προσωρινά, για να μην πάθει, μένοντας στη φυλακή, ανήκεστη βλάβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνηκέστως — ἀνήκεστος incurable adverbial ἀνήκεστος incurable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκεστον — ἀνήκεστος incurable masc/fem acc sg ἀνήκεστος incurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστοις — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστοισι — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστου — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστους — ἀνήκεστος incurable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστων — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστῳ — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»